- περιστομίου
- περιστόμιονround a mouthneut gen sgπεριστόμιοςround a mouthmasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ενδοστόμιο — το 1. άνοιγμα που αφήνει η σεκοντίνη στην κορυφή τής σπερματικής βλάστης 2. το σύνολο τών εσωτερικών οδόντων τού περιστομίου τής σποριόκαψας τών βρύων 3. εσωτρικό τμήμα τού σπέρματος στο επίπεδο τής μικροπύλης … Dictionary of Greek
φορβιά — η / φορβειά, ΝΜΑ, και φορβεά και κατά τον Ησύχ. φορβέα και δ. τ. φορβαία Α είδος δερμάτινου, συνήθως, χαλινού χωρίς στομίδα τών υποζυγίων, που χρησιμεύει για την πρόσδεσή τους στον στάβλο, το καπίστρι αρχ. 1. είδος δερμάτινου περιστομίου το οποίο … Dictionary of Greek